- καραβάνι
- caravane
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… … Dictionary of Greek
καραβάνι — το (λ. αραβ.), ομάδα εμπόρων ή προσκυνητών που οδοιπορούν με καμήλες και υποζύγια: Στην αρχαία Μίλητο έρχονταν όλα τα καραβάνια της Ανατολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Роккос, Стелиос — Стелиос Роккос Основная информация Дата рожден … Википедия
καραβανσαράι — και καραβανσεράι, το χάνι όπου ξενυχτά καραβάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karavan saray] … Dictionary of Greek
καρβάνι(ον) — καρβάνιον και καρβάνι και κερβάνι τὸ (Μ) καραβάνι*, ομάδα εμπόρων οδοιπόρων ή προσκυνητών με καμήλες και άλλα υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kirvan] … Dictionary of Greek
σαφάρι — και σάφαρι, το, Ν 1. ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων, ιδίως στην Αφρική 2. ομαδική μετακίνηση, καραβάνι ιθαγενών στην Αφρική που διοργανώνεται στα πλαίσια μιας εξερεύνησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. safara «ταξίδι»] … Dictionary of Greek
συνοδία — η, ΝΜΑ, και συνοδιά Ν [συνοδός] 1. κοινή πορεία, συνοδοιπορία 2. ομάδα συνοδοιπόρων, καραβάνι μσν. το εκκλησίασμα σε μια τελετή («μήτε εἰς συνοδίαν βουλόμενος εἰσελθεῑν», Παλλ.) αρχ. 1. συναναστροφή, συντροφιά («ἀνδρὸς πονηροῡ φεῡγε συνοδίαν ἀεί» … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Γκόες, Μπέντο ντε- — (Bento de Goes, 1562 – 1607). Πορτογάλος κληρικός και περιηγητής. Υπηρέτησε αρχικά στον στρατό και αργότερα έγινε ιησουίτης μοναχός. Ως μοναχός πήρε μέρος σε μία ιεραποστολή στην Κίνα, ακολουθώντας ένα καραβάνι Περσών εμπόρων. Πέθανε κατά τη… … Dictionary of Greek
Γκροκ — (Grock, Ρεκονβιλιέ, Βέρνη 1880 – Ιμπέρια, Ιταλία 1959). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ελβετού κλόουν Άντριαν Ουέταχ (Wettach). Από τον πατέρα του, ωρολογοποιό που κατά τις ελεύθερες ώρες του τραγουδούσε, έπαιζε μουσική και έκανε ακροβασίες, έμαθε τα … Dictionary of Greek